- συνδετικό(ν)
- το грам.1) глагол-связка; 2) синдетикон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… … Dictionary of Greek
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek
ίνωμα — Όγκος καλοήθους φύσης, που προέρχεται από τον συνδετικό ιστό. Μπορεί να εμφανιστεί σε όλα τα όργανα στα οποία υπάρχει συνδετικός ιστός: δέρμα, βλεννογόνοι, μύες, πνεύμονες, στόμαχος, μυοκάρδιο κ.ά. Αρκετά συχνό είναι το ί. της μήτρας, το οποίο… … Dictionary of Greek
δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… … Dictionary of Greek
μυρεψός — ο (ΑΜ μυρεψός, Μ και μυροψίος και μυροψός) αυτός που παρασκευάζει μύρα, ο μυροποιός («τοὺς δὲ βαφεῑς και μυρεψοὺς ἀνελευθέρους ἡγούμεθα», Πλούτ.) μσν. μυροπώλης, αυτός που πουλάει αρωματικά είδη και φαρμακευτικά προϊόντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον +… … Dictionary of Greek
σάρκωμα — (Ιατρ.). Κακοήθης νεοπλασία, που αναπτύσσεται από το συνδετικό ιστό με μεγάλη τάση διήθησης και του οποίου η μεταστατική εξάπλωση γίνεται κυρίως δια της αιματικής οδού. Επειδή ο συνδετικός ιστός απλώνεται σε ολόκληρο τον οργανισμό, τα σ. μπορεί… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
-φι(ν) — Α αρχαϊκό επίθημα ουσ. που απαντά κυρίως στην Μυκηναϊκή. Δηλώνει την τοπική και την οργανική πτώση, συνήθως τού πληθυντικού και συνάπτεται απευθείας στο θέμα τών ονομάτων τής α και γ κλίσης χωρίς συνδετικό φωνήεν, πρβλ. τα μυκην. rewopi = λεFομπ… … Dictionary of Greek
Ερμόπαν — Ἑρμόπαν, ὁ (Α) θεότητα που είχε τις ιδιότητες τού Ερμή και τού Πανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. Ερμ. τού Ερμής + συνδετικό φωνήεν ο + Παν] … Dictionary of Greek
Κουβανέζος — ο, θηλ. Κουβανέζα ο κάτοικος τής Κούβας ή αυτός που κατάγεται από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κούβα + συνδετικό σύμφωνο ν + κατάλ. έζος (< ιταλ. κατάλ. ese), πρβλ. Κιν έζος, Χαβαν έζος] … Dictionary of Greek
Νεμεονίκης — Νεμεονίκης, ὁ (Α) ο νικητής στα Νέμεα, ο οποίος έπαιρνε ως βραβείο στέφανο από δρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νεμέα + συνδετικό φωνήεν ο + νίκης (< νίκη), πρβλ. Ισθμιο νίκης, Ολυμπιο νίκης] … Dictionary of Greek